επαλληλία

επαλληλία
Θεμελιώδης αρχή της φυσικής, σύμφωνα με την οποία δύο ή περισσότερες ταλαντώσεις ή κύματα μπορούν να διαδοθούν στον ίδιο χώρο, το ένα ανεξάρτητα από το άλλο και να δώσουν μία μόνο συνισταμένη ταλάντωση ή κύμα. Το γεγονός ότι τα κύματα δρουν ανεξάρτητα μεταξύ τους σημαίνει ότι σε οποιαδήποτε χρονική στιγμή η απομάκρυνση οποιουδήποτε σωματίου δίνεται από το άθροισμα των απομακρύνσεων που θα προκαλούσαν τα κύματα ξεχωριστά. Στην πραγματικότητα, η αρχή αυτή είναι πιο γενική. Μπορεί να εφαρμοστεί επίσης σε γραμμικά ηλεκτρικά κυκλώματα ή σε δυνάμεις πεδίων. Ανάλογα, το αποτέλεσμα Ν ανεξάρτητων διεγέρσεων ή δυνάμεων είναι το άθροισμα των αποκρίσεων ή δυνάμεων που προκύπτουν όταν κάθε διέγερση ή δύναμη εφαρμόζεται μόνη της.
* * *
η (AM ἐπαλληλία) [επάλληλος]
η τοποθέτηση όμοιων πραγμάτων διαδοχικά, σε ακολουθία, σε αλληλοδιαδοχή, το ένα μετά το άλλο («τῶν φωνηέντων ἐπαλληλίαι καὶ συμπτώσεις», Ευστ.)
νεοελλ.
φυσ. «αρχή τής επαλληλίας» — η αρχή τής γενικής φυσικής, κατά την οποία σε κάθε φαινόμενο ή αλλαγή καταστάσεως ενός συστήματος κάθε αίτιο επιφέρει το αντίστοιχό του αποτέλεσμα, ανεξάρτητα από την τυχόν συνύπαρξη και άλλων αιτίων
αρχ.
(για φάρμακα) επάλληλη χρήση, συχνή χρησιμοποίηση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἐπαλληλία — ἐπαλληλίᾱ , ἐπαλληλία sequence fem nom/voc/acc dual ἐπαλληλίᾱ , ἐπαλληλία sequence fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπαλληλίᾳ — ἐπαλληλίᾱͅ , ἐπαλληλία sequence fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επαλληλία — η 1. η εμφάνιση του ενός μετά το άλλο σε αδιάκοπη συνέχεια, η αλληλοδιαδοχή, η διαδοχική σειρά. 2. (φυσ.), φρ., «αρχή της επαλληλίας», η αρχή της γενικής φυσικής, όπου σε κάθε φαινόμενο ή αλλαγή κατάστασης συστήματος, κάθε αίτιο επιφέρει το… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐπαλληλίας — ἐπαλληλίᾱς , ἐπαλληλία sequence fem acc pl ἐπαλληλίᾱς , ἐπαλληλία sequence fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπαλληλίαι — ἐπαλληλίᾱͅ , ἐπαλληλία sequence fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπαλληλίαν — ἐπαλληλίᾱν , ἐπαλληλία sequence fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διακρότημα — Φαινόμενο που οφείλεται σε μία ακολουθία αυξήσεων και ελαττώσεων της έντασης ενός ήχου, ο οποίος προέρχεται από την επαλληλία δύο ηχητικών κυμάνσεων με μικρή διαφορά στο ύψος, δηλαδή στις συχνότητές τους. Γενικότερα, το δ. ορίζεται ως η σύνθεση… …   Dictionary of Greek

  • αλληλουχία — Η αμοιβαία σύνδεση· η συνάφεια· η λογική συγκρότηση· η συνοχή. (Φιλοσ.) Η λογική προσαρμογή των ιδεών μεταξύ τους, ο στενός δεσμός των φαινομένων. Σχετικά με το περιεχόμενο της α. διατυπώθηκαν διάφορες απόψεις. Ο Σέξτος ο Εμπειρικός (200 250… …   Dictionary of Greek

  • επαλληλότης — ἐπαλληλότης, η (Α) η επαλληλία …   Dictionary of Greek

  • επισυνέμπτωσις — ἐπισυνέμπτωσις, ή (Μ) η ομοιοκαταληξία τών λέξεων και η επαλληλία τών συμφώνων. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + συνέμπτωσις «σύμπτωση μέτρων, τύπων»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”